ντουφεκίζω

ντουφεκίζω
ντουφεκίζω, ντουφέκισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ντουφεκίζω — βλ. τουφεκίζω …   Dictionary of Greek

  • τουφέκισμα — και ντουφέκισμα, το, Ν [τουφεκίζω/ ντουφεκίζω] ο τουφεκισμός …   Dictionary of Greek

  • τουφεκίζω — και ντουφεκίζω και τυφεκίζω Ν [τουφέκι] 1. πυροβολώ με τουφέκι 2. εκτελώ κάποιον με τυφεκισμό …   Dictionary of Greek

  • τουφεκισμός — και ντουφεκισμός και τύφεκισμός, ο, Ν 1. η βολή σφαίρας από τουφέκι 2. εκτέλεση θανατικής ποινής, θανάτωση με ομαδικούς πυροβολισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφεκίζω / ντουφεκίζω / τυφεκίζω. Ο τ. τυφεκισμός μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω.… …   Dictionary of Greek

  • τουφεκίζω — → δες ντουφεκίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τουφεκίζω — και ντουφεκίζω τουφέκισα, τουφεκίστηκα, τουφεκισμένος 1. πυροβολώ με τουφέκι: Τον τουφέκισε σε καρτέρι. 2. εκτελώ τη θανατική ποινή κάποιου: Ο κατάδικος τουφεκίστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”